Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομοίρια
View word page
ἀπομηκύνω
ἀπομηκύνω to prolong, draw out, λόγον Plat.: absol. to be prolix, Plat.:—Pass. to be extended, Luc.

ShortDef

to prolong, draw out

Debugging

Headword:
ἀπομηκύνω
Headword (normalized):
ἀπομηκύνω
Headword (normalized/stripped):
απομηκυνω
IDX:
4237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4239
Key:
a)pomhku/nw

Data

{'content': 'ἀπομηκύνω\n to prolong, draw out, λόγον Plat.: absol. to be prolix, Plat.:—Pass. to be extended, Luc.', 'key': 'a)pomhku/nw'}