Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
View word page
ἀπομετρέω
ἀπομετρέω to measure out, Luc.:—Mid., Xen.

ShortDef

to measure out

Debugging

Headword:
ἀπομετρέω
Headword (normalized):
ἀπομετρέω
Headword (normalized/stripped):
απομετρεω
IDX:
4236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4238
Key:
a)pometre/w

Data

{'content': 'ἀπομετρέω\n to measure out, Luc.:—Mid., Xen.', 'key': 'a)pometre/w'}