Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
View word page
ἀπομεστόομαι
ἀπομεστόομαι Pass. to be filled to the brim, Plat.
ShortDef
to be filled to the brim
Debugging
Headword:
ἀπομεστόομαι
Headword (normalized):
ἀπομεστόομαι
Headword (normalized/stripped):
απομεστοομαι
IDX:
4235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4237
Key:
a)pomesto/omai
Data
{'content': 'ἀπομεστόομαι\n Pass. to be filled to the brim, Plat.', 'key': 'a)pomesto/omai'}