Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημονεύω
View word page
ἀπομερμηρίζω
ἀπομερμηρίζω to sleep off care, Ar.

ShortDef

to sleep off care

Debugging

Headword:
ἀπομερμηρίζω
Headword (normalized):
ἀπομερμηρίζω
Headword (normalized/stripped):
απομερμηριζω
IDX:
4234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4236
Key:
a)pomermhri/zw

Data

{'content': 'ἀπομερμηρίζω\n to sleep off care, Ar.', 'key': 'a)pomermhri/zw'}