Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομνημόνευμα
View word page
ἀπομερίζω
ἀπομερίζω to part or distinguish from a number, Plat. ἀπ. πρός or ἐπί τι to detach on some service, Polyb.: to impart, Polyb.

ShortDef

to part

Debugging

Headword:
ἀπομερίζω
Headword (normalized):
ἀπομερίζω
Headword (normalized/stripped):
απομεριζω
IDX:
4233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4235
Key:
a)pomeri/zw

Data

{'content': 'ἀπομερίζω\n to part or distinguish from a number, Plat.\n ἀπ. πρός or ἐπί τι to detach on some service, Polyb.: to impart, Polyb.', 'key': 'a)pomeri/zw'}