Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
View word page
ἀπομείρομαι
ἀπομείρομαι Mid. to distribute, Hes. Pass. to be parted from, Hes.

ShortDef

to distribute

Debugging

Headword:
ἀπομείρομαι
Headword (normalized):
ἀπομείρομαι
Headword (normalized/stripped):
απομειρομαι
IDX:
4232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4234
Key:
a)pomei/romai

Data

{'content': 'ἀπομείρομαι\n Mid. to distribute, Hes.\n Pass. to be parted from, Hes.', 'key': 'a)pomei/romai'}