Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομιμέομαι
View word page
ἀποματαΐζω
ἀποματαΐζω to behave in unseemly fashion, Hdt.
ShortDef
to behave in unseemly fashion
Debugging
Headword:
ἀποματαΐζω
Headword (normalized):
ἀποματαΐζω
Headword (normalized/stripped):
αποματαιζω
IDX:
4229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4231
Key:
a)pomatai/+zw
Data
{'content': 'ἀποματαΐζω\n to behave in unseemly fashion, Hdt.', 'key': 'a)pomatai/+zw'}