Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
View word page
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστιγόω to scourge severely, Hdt.

ShortDef

to scourge severely

Debugging

Headword:
ἀπομαστιγόω
Headword (normalized):
ἀπομαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
απομαστιγοω
IDX:
4228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4230
Key:
a)pomastigo/w

Data

{'content': 'ἀπομαστιγόω\n to scourge severely, Hdt.', 'key': 'a)pomastigo/w'}