Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδήριτος
ᾍδης
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιάκριτος
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλυτος
ἀδίαντος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδίδακτος
ἀδιέξοδος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
View word page
ἀδίαντος
ἀδίαντος διαίνω unwetted, Simon. ἀδίαντον, τό, a plant, maiden-hair, Theocr.
ShortDef
unwetted
Debugging
Headword:
ἀδίαντος
Headword (normalized):
ἀδίαντος
Headword (normalized/stripped):
αδιαντος
IDX:
423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n423
Key:
a)di/antos
Data
{'content': 'ἀδίαντος\n διαίνω\n unwetted, Simon.\n ἀδίαντον, τό, a plant, maiden-hair, Theocr.', 'key': 'a)di/antos'}