Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
ἀπομερίζω
View word page
ἀπομανθάνω
ἀπομανθάνω to unlearn, Lat. dediscere, Plat., Xen.
ShortDef
to unlearn
Debugging
Headword:
ἀπομανθάνω
Headword (normalized):
ἀπομανθάνω
Headword (normalized/stripped):
απομανθανω
IDX:
4223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4225
Key:
a)pomanqa/nw
Data
{'content': 'ἀπομανθάνω\n to unlearn, Lat. dediscere, Plat., Xen.', 'key': 'a)pomanqa/nw'}