Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομείρομαι
View word page
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομαλθακόομαι = ἀπομαλακίζομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπομαλθακόομαι
Headword (normalized):
ἀπομαλθακόομαι
Headword (normalized/stripped):
απομαλθακοομαι
IDX:
4222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4224
Key:
a)pomalqako/omai

Data

{'content': 'ἀπομαλθακόομαι\n = ἀπομαλακίζομαι', 'key': 'a)pomalqako/omai'}