Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
View word page
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλακίζομαι Pass. to show weakness, Plut.

ShortDef

to show weakness

Debugging

Headword:
ἀπομαλακίζομαι
Headword (normalized):
ἀπομαλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απομαλακιζομαι
IDX:
4221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4223
Key:
a)pomalaki/zomai

Data

{'content': 'ἀπομαλακίζομαι\n Pass. to show weakness, Plut.', 'key': 'a)pomalaki/zomai'}