Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
View word page
ἀπόμακτρον
ἀπόμακτρον ἀπομάσσω a strickle, Ar.
ShortDef
a strickle
Debugging
Headword:
ἀπόμακτρον
Headword (normalized):
ἀπόμακτρον
Headword (normalized/stripped):
απομακτρον
IDX:
4220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4222
Key:
a)po/maktron
Data
{'content': 'ἀπόμακτρον\n ἀπομάσσω\n a strickle, Ar.', 'key': 'a)po/maktron'}