Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀποματαΐζω
View word page
ἀπομαίνομαι
ἀπομαίνομαι Pass. to rave, rage to the uttermost, Luc.

ShortDef

to rave, rage to the uttermost

Debugging

Headword:
ἀπομαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπομαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απομαινομαι
IDX:
4219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4221
Key:
a)pomai/nomai

Data

{'content': 'ἀπομαίνομαι\n Pass. to rave, rage to the uttermost, Luc.', 'key': 'a)pomai/nomai'}