Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄδηρις
ἀδήριτος
ᾍδης
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιάκριτος
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλυτος
ἀδίαντος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδίδακτος
ἀδιέξοδος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
View word page
ἀδιάλυτος
ἀδιάλυτος διαλύω undissolved, indissoluble, Plat.

ShortDef

undissolved, indissoluble

Debugging

Headword:
ἀδιάλυτος
Headword (normalized):
ἀδιάλυτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαλυτος
IDX:
422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n422
Key:
a)dia/lutos

Data

{'content': 'ἀδιάλυτος\n διαλύω\n undissolved, indissoluble, Plat.', 'key': 'a)dia/lutos'}