Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάσσω
View word page
ἀπολωτίζω
ἀπολωτίζω to pluck off flowers: generally, to pluck off, cut off, Eur.
ShortDef
to pluck off flowers
Debugging
Headword:
ἀπολωτίζω
Headword (normalized):
ἀπολωτίζω
Headword (normalized/stripped):
απολωτιζω
IDX:
4217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4219
Key:
a)polwti/zw
Data
{'content': 'ἀπολωτίζω\n to pluck off flowers: generally, to pluck off, cut off, Eur.', 'key': 'a)polwti/zw'}