Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόλογος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
View word page
ἀπολωβάω
ἀπολωβάω Pass. -άομαι, to be grievously insulted, Soph.

ShortDef

dishonour

Debugging

Headword:
ἀπολωβάω
Headword (normalized):
ἀπολωβάω
Headword (normalized/stripped):
απολωβαω
IDX:
4216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4218
Key:
a)polwba/omai

Data

{'content': 'ἀπολωβάω\n Pass. -άομαι, to be grievously insulted, Soph.', 'key': 'a)polwba/omai'}