Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακόομαι
View word page
ἀπολυτικός
ἀπολυτικός ἀπολύω disposed to acquit:— adv., ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός to be minded to acquit one, Xen.

ShortDef

disposed to acquit

Debugging

Headword:
ἀπολυτικός
Headword (normalized):
ἀπολυτικός
Headword (normalized/stripped):
απολυτικος
IDX:
4212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4214
Key:
a)polutiko/s

Data

{'content': 'ἀπολυτικός\n ἀπολύω\n disposed to acquit:— adv., ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός to be minded to acquit one, Xen.', 'key': 'a)polutiko/s'}