Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
View word page
ἀπόλυσις
ἀπόλυσις ἀπολύω release, deliverance from a thing, c. gen., Plut.; κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου so far as acquittal from a capital charge went, Hdt.

ShortDef

release, deliverance from

Debugging

Headword:
ἀπόλυσις
Headword (normalized):
ἀπόλυσις
Headword (normalized/stripped):
απολυσις
IDX:
4211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4213
Key:
a)po/lusis

Data

{'content': 'ἀπόλυσις\n ἀπολύω\n release, deliverance from a thing, c. gen., Plut.; κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου so far as acquittal from a capital charge went, Hdt.', 'key': 'a)po/lusis'}