Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
ἀπομαίνομαι
View word page
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαίνομαι λῦμα to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing, Il.

ShortDef

to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing

Debugging

Headword:
ἀπολυμαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπολυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απολυμαινομαι
IDX:
4209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4211
Key:
a)polumai/nomai

Data

{'content': 'ἀπολυμαίνομαι\n λῦμα\n to wash dirt off oneself, cleanse oneself by bathing, Il.', 'key': 'a)polumai/nomai'}