Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολύω
ἀπολωβάω
ἀπολωτίζω
ἀπομαγδαλία
View word page
ἀπολοφύρομαι
ἀπολοφύρομαι Mid. to bewail loudly, Xen. in past tenses, to leave off wailing, Thuc.
ShortDef
to bewail loudly
Debugging
Headword:
ἀπολοφύρομαι
Headword (normalized):
ἀπολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
απολοφυρομαι
IDX:
4208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4210
Key:
a)polofu/romai
Data
{'content': 'ἀπολοφύρομαι\n Mid. to bewail loudly, Xen.\n in past tenses, to leave off wailing, Thuc.', 'key': 'a)polofu/romai'}