Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπόλυσις
ἀπολυτικός
View word page
ἀπολογητέος
ἀπολογητέος verb. adj. of ἀπολογέομαι one must defend, Plat.
ShortDef
one must defend
Debugging
Headword:
ἀπολογητέος
Headword (normalized):
ἀπολογητέος
Headword (normalized/stripped):
απολογητεος
IDX:
4202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4204
Key:
a)pologhte/os
Data
{'content': 'ἀπολογητέος\n verb. adj. of ἀπολογέομαι\n one must defend, Plat.', 'key': 'a)pologhte/os'}