Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
View word page
Ἀπολλώνιος
Ἀπολλώνιος from Ἀπόλλων of or belonging to Apollo, Pind. Ἀπολλώνιον, τό, the temple of Apollo, Thuc.

ShortDef

of or belonging to Apollo; (pr.n.) Apollonius

Debugging

Headword:
Ἀπολλώνιος
Headword (normalized):
ἀπολλώνιος
Headword (normalized/stripped):
απολλωνιος
IDX:
4198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4200
Key:
*)apollw/nios

Data

{'content': 'Ἀπολλώνιος\n from Ἀπόλλων\n of or belonging to Apollo, Pind.\n Ἀπολλώνιον, τό, the temple of Apollo, Thuc.', 'key': '*)apollw/nios'}