Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
View word page
ἀπολιχμάομαι
ἀπολιχμάομαι Dep. to lick off, αἷμα Il.
ShortDef
to lick off
Debugging
Headword:
ἀπολιχμάομαι
Headword (normalized):
ἀπολιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
απολιχμαομαι
IDX:
4196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4198
Key:
a)polixma/omai
Data
{'content': 'ἀπολιχμάομαι\n Dep. to lick off, αἷμα Il.', 'key': 'a)polixma/omai'}