Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
View word page
ἀπολίτευτος
ἀπολίτευτος πολιτεύω taking no part in public matters, living as a private person, Plut.

ShortDef

taking no part in public matters, living as a private person

Debugging

Headword:
ἀπολίτευτος
Headword (normalized):
ἀπολίτευτος
Headword (normalized/stripped):
απολιτευτος
IDX:
4195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4197
Key:
a)poli/teutos

Data

{'content': 'ἀπολίτευτος\n πολιτεύω\n taking no part in public matters, living as a private person, Plut.', 'key': 'a)poli/teutos'}