Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
ἀπολογία
ἀπολογίζομαι
View word page
ἀπολιταργίζω
ἀπολιταργίζω to pack oneself off, Ar.

ShortDef

to pack oneself off

Debugging

Headword:
ἀπολιταργίζω
Headword (normalized):
ἀπολιταργίζω
Headword (normalized/stripped):
απολιταργιζω
IDX:
4194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4196
Key:
a)politargi/zw

Data

{'content': 'ἀπολιταργίζω\n to pack oneself off, Ar.', 'key': 'a)politargi/zw'}