Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογητέος
View word page
ἀπολισθάνω
ἀπολισθάνω to slip off or away, Thuc. c. gen. to slip away from, τινός Ar.

ShortDef

to slip off

Debugging

Headword:
ἀπολισθάνω
Headword (normalized):
ἀπολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
απολισθανω
IDX:
4192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4194
Key:
a)polisqa/nw

Data

{'content': 'ἀπολισθάνω\n to slip off or away, Thuc.\n c. gen. to slip away from, τινός Ar.', 'key': 'a)polisqa/nw'}