Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
View word page
ἀπολιμπάνω
ἀπολιμπάνω late form of ἀπολείπω to leave, Plut., Luc.
ShortDef
to leave
Debugging
Headword:
ἀπολιμπάνω
Headword (normalized):
ἀπολιμπάνω
Headword (normalized/stripped):
απολιμπανω
IDX:
4191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4193
Key:
a)polimpa/nw
Data
{'content': 'ἀπολιμπάνω\n late form of ἀπολείπω \n to leave, Plut., Luc.', 'key': 'a)polimpa/nw'}