Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
Ἀπολλώνιος
Ἀπόλλων
View word page
ἀπολιγαίνω
ἀπολιγαίνω only in pres. to scream aloud, be obstreperous, Ar.

ShortDef

to scream aloud, be obstreperous

Debugging

Headword:
ἀπολιγαίνω
Headword (normalized):
ἀπολιγαίνω
Headword (normalized/stripped):
απολιγαινω
IDX:
4189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4191
Key:
a)poligai/nw

Data

{'content': 'ἀπολιγαίνω\n only in pres.\n to scream aloud, be obstreperous, Ar.', 'key': 'a)poligai/nw'}