Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπόλλυμι
View word page
ἀπόληψις
ἀπόληψις ἀπολαμβάνω IV an intercepting, cutting off, Thuc.
ShortDef
an intercepting, cutting off
Debugging
Headword:
ἀπόληψις
Headword (normalized):
ἀπόληψις
Headword (normalized/stripped):
αποληψις
IDX:
4187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4189
Key:
a)po/lhyis
Data
{'content': 'ἀπόληψις\n ἀπολαμβάνω IV\n an intercepting, cutting off, Thuc.', 'key': 'a)po/lhyis'}