Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
ἄπολις
ἀπολιταργίζω
View word page
ἀπολέπω
ἀπολέπω to peel off, flay, Eur., Ar.

ShortDef

to peel off, flay

Debugging

Headword:
ἀπολέπω
Headword (normalized):
ἀπολέπω
Headword (normalized/stripped):
απολεπω
IDX:
4184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4186
Key:
a)pole/pw

Data

{'content': 'ἀπολέπω\n to peel off, flay, Eur., Ar.', 'key': 'a)pole/pw'}