Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
ἀπολιμπάνω
ἀπολισθάνω
View word page
ἀπόλεκτος
ἀπόλεκτος ἀπολέγω chosen out, picked, Thuc., Xen.

ShortDef

chosen out, picked

Debugging

Headword:
ἀπόλεκτος
Headword (normalized):
ἀπόλεκτος
Headword (normalized/stripped):
απολεκτος
IDX:
4182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4184
Key:
a)po/lektos

Data

{'content': 'ἀπόλεκτος\n ἀπολέγω\n chosen out, picked, Thuc., Xen.', 'key': 'a)po/lektos'}