Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιθόω
View word page
ἀπολείχω
ἀπολείχω to lick clean, NTest.
ShortDef
to lick clean
Debugging
Headword:
ἀπολείχω
Headword (normalized):
ἀπολείχω
Headword (normalized/stripped):
απολειχω
IDX:
4180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4182
Key:
a)polei/xw
Data
{'content': 'ἀπολείχω\n to lick clean, NTest.', 'key': 'a)polei/xw'}