Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
ἀπολέπω
ἀπολήγω
View word page
ἀπολαυστός
ἀπολαυστός from ἀπολαύω enjoyed, enjoyable, Plut.
ShortDef
enjoyed, enjoyable
Debugging
Headword:
ἀπολαυστός
Headword (normalized):
ἀπολαυστός
Headword (normalized/stripped):
απολαυστος
IDX:
4175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4176
Key:
a)polausto/s
Data
{'content': 'ἀπολαυστός\n from ἀπολαύω\n enjoyed, enjoyable, Plut.', 'key': 'a)polausto/s'}