Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπόλεμος
View word page
ἀπόλαυσμα
ἀπόλαυσμα from ἀπολαύω enjoyment, Aeschin.

ShortDef

enjoyment

Debugging

Headword:
ἀπόλαυσμα
Headword (normalized):
ἀπόλαυσμα
Headword (normalized/stripped):
απολαυσμα
IDX:
4173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4174
Key:
a)po/lausma

Data

{'content': 'ἀπόλαυσμα\n from ἀπολαύω\n enjoyment, Aeschin.', 'key': 'a)po/lausma'}