Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
View word page
ἀπολάπτω
ἀπολάπτω to lap up like a dog, swallow greedily, Ar.

ShortDef

to lap up

Debugging

Headword:
ἀπολάπτω
Headword (normalized):
ἀπολάπτω
Headword (normalized/stripped):
απολαπτω
IDX:
4171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4172
Key:
a)pola/ptw

Data

{'content': 'ἀπολάπτω\n to lap up like a dog, swallow greedily, Ar.', 'key': 'a)pola/ptw'}