Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
View word page
ἀπολάμπω
ἀπολάμπω to shine or beam from a thing, of light, Il.; so in Mid., χάρις ἀπελάμπετο grace beamed from her, Hom.
ShortDef
to shine
Debugging
Headword:
ἀπολάμπω
Headword (normalized):
ἀπολάμπω
Headword (normalized/stripped):
απολαμπω
IDX:
4170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4171
Key:
a)pola/mpw
Data
{'content': 'ἀπολάμπω\n to shine or beam from a thing, of light, Il.; so in Mid., χάρις ἀπελάμπετο grace beamed from her, Hom.', 'key': 'a)pola/mpw'}