Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
View word page
ἀπολαμπρύνω
ἀπολαμπρύνω to make famous:— Pass. to become so, Hdt.

ShortDef

to make famous

Debugging

Headword:
ἀπολαμπρύνω
Headword (normalized):
ἀπολαμπρύνω
Headword (normalized/stripped):
απολαμπρυνω
IDX:
4169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4170
Key:
a)polampru/nw

Data

{'content': 'ἀπολαμπρύνω\n to make famous:— Pass. to become so, Hdt.', 'key': 'a)polampru/nw'}