Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνω
ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
View word page
ἀπολαλέω
ἀπολαλέω to speak out heedlessly, Luc.
ShortDef
to speak out heedlessly
Debugging
Headword:
ἀπολαλέω
Headword (normalized):
ἀπολαλέω
Headword (normalized/stripped):
απολαλεω
IDX:
4167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4168
Key:
a)polale/w
Data
{'content': 'ἀπολαλέω\n to speak out heedlessly, Luc.', 'key': 'a)polale/w'}