Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκρύπτω
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνω
ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
View word page
ἀπολακτίζω
ἀπολακτίζω to kick off or away, shake off, ὕπνον Aesch. to spurn, Aesch.

ShortDef

to kick off

Debugging

Headword:
ἀπολακτίζω
Headword (normalized):
ἀπολακτίζω
Headword (normalized/stripped):
απολακτιζω
IDX:
4166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4167
Key:
a)polakti/zw

Data

{'content': 'ἀπολακτίζω\n to kick off or away, shake off, ὕπνον Aesch.\n to spurn, Aesch.', 'key': 'a)polakti/zw'}