Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκριτέος
ἀπόκροτος
ἀποκρούω
ἀποκρύπτω
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνω
ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
View word page
ἀποκώλυσις
ἀποκώλυσις from ἀποκωλύω a hindrance, Xen.

ShortDef

a hindrance

Debugging

Headword:
ἀποκώλυσις
Headword (normalized):
ἀποκώλυσις
Headword (normalized/stripped):
αποκωλυσις
IDX:
4163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4164
Key:
a)pokw/lusis

Data

{'content': 'ἀποκώλυσις\n from ἀποκωλύω\n a hindrance, Xen.', 'key': 'a)pokw/lusis'}