Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόκρισις
ἀποκριτέος
ἀπόκροτος
ἀποκρούω
ἀποκρύπτω
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνω
ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
View word page
ἀποκωκύω
ἀποκωκύω to mourn loudly over, τινά Aesch.
ShortDef
to mourn loudly over
Debugging
Headword:
ἀποκωκύω
Headword (normalized):
ἀποκωκύω
Headword (normalized/stripped):
αποκωκυω
IDX:
4162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4163
Key:
a)pokwku/w
Data
{'content': 'ἀποκωκύω\n to mourn loudly over, τινά Aesch.', 'key': 'a)pokwku/w'}