Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀπόκρισις
ἀποκριτέος
ἀπόκροτος
ἀποκρούω
ἀποκρύπτω
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνω
ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολακτίζω
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
View word page
ἀποκυέω
ἀποκυέω to bear young, bring forth, c. acc., Plut., Luc.:—metaph., ἡ ἁμαρτία ἀπ. θάνατον NTest.
ShortDef
to bear young, bring forth
Debugging
Headword:
ἀποκυέω
Headword (normalized):
ἀποκυέω
Headword (normalized/stripped):
αποκυεω
IDX:
4160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4161
Key:
a)pokue/w
Data
{'content': 'ἀποκυέω\n to bear young, bring forth, c. acc., Plut., Luc.:—metaph., ἡ ἁμαρτία ἀπ. θάνατον NTest.', 'key': 'a)pokue/w'}