Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκράδιος
ἀποκραιπαλάω
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀπόκρημνος
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀπόκρισις
ἀποκριτέος
ἀπόκροτος
ἀποκρούω
ἀποκρύπτω
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνω
ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλύω
View word page
ἀπόκροτος
ἀπόκροτος κροτέω beaten or trodden hard, of ground, Thuc.
ShortDef
beaten
Debugging
Headword:
ἀπόκροτος
Headword (normalized):
ἀπόκροτος
Headword (normalized/stripped):
αποκροτος
IDX:
4154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4155
Key:
a)po/krotos
Data
{'content': 'ἀπόκροτος\n κροτέω\n beaten or trodden hard, of ground, Thuc.', 'key': 'a)po/krotos'}