Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
ἀποκράδιος
ἀποκραιπαλάω
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀπόκρημνος
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀπόκρισις
ἀποκριτέος
ἀπόκροτος
ἀποκρούω
ἀποκρύπτω
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνω
ἀποκτίννυμι
ἀποκυέω
ἀποκυλίω
ἀποκωκύω
View word page
ἀπόκρισις
ἀπόκρισις ἀποκρίνω a separating. (from Mid.) an answer, Thuc., Xen.

ShortDef

a separating; a reply

Debugging

Headword:
ἀπόκρισις
Headword (normalized):
ἀπόκρισις
Headword (normalized/stripped):
αποκρισις
IDX:
4152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4153
Key:
a)po/krisis

Data

{'content': 'ἀπόκρισις\n ἀποκρίνω\n a separating.\n (from Mid.) an answer, Thuc., Xen.', 'key': 'a)po/krisis'}