Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
ἀποκράδιος
ἀποκραιπαλάω
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀπόκρημνος
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀπόκρισις
ἀποκριτέος
ἀπόκροτος
ἀποκρούω
View word page
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλάω to sleep off a debauch, Plut.
ShortDef
to sleep off a debauch
Debugging
Headword:
ἀποκραιπαλάω
Headword (normalized):
ἀποκραιπαλάω
Headword (normalized/stripped):
αποκραιπαλαω
IDX:
4145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4146
Key:
a)pokraipala/w
Data
{'content': 'ἀποκραιπαλάω\n to sleep off a debauch, Plut.', 'key': 'a)pokraipala/w'}