Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
ἀποκράδιος
ἀποκραιπαλάω
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀπόκρημνος
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀπόκρισις
ἀποκριτέος
ἀπόκροτος
View word page
ἀποκράδιος
ἀποκράδιος κράδη plucked from the fig-tree, Anth.
ShortDef
plucked from the fig-tree
Debugging
Headword:
ἀποκράδιος
Headword (normalized):
ἀποκράδιος
Headword (normalized/stripped):
αποκραδιος
IDX:
4144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4145
Key:
a)pokra/dios
Data
{'content': 'ἀποκράδιος\n κράδη\n plucked from the fig-tree, Anth.', 'key': 'a)pokra/dios'}