Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
ἀποκράδιος
ἀποκραιπαλάω
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀπόκρημνος
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀπόκρισις
ἀποκριτέος
View word page
ἀποκουφίζω
ἀποκουφίζω to lighten, set free from, relieve, τινὰ κακῶν Eur.
ShortDef
to lighten, set free from, relieve
Debugging
Headword:
ἀποκουφίζω
Headword (normalized):
ἀποκουφίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκουφιζω
IDX:
4143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4144
Key:
a)pokoufi/zw
Data
{'content': 'ἀποκουφίζω\n to lighten, set free from, relieve, τινὰ κακῶν Eur.', 'key': 'a)pokoufi/zw'}