Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
ἀποκράδιος
ἀποκραιπαλάω
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀπόκρημνος
ἀπόκριμα
View word page
ἀποκορυφόω
ἀποκορυφόω to bring to a point:— metaph., ἀπεκορύφου σφι τάδε gave them this short answer, Hdt.
ShortDef
to bring to a point
Debugging
Headword:
ἀποκορυφόω
Headword (normalized):
ἀποκορυφόω
Headword (normalized/stripped):
αποκορυφοω
IDX:
4140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4141
Key:
a)pokorufo/w
Data
{'content': 'ἀποκορυφόω\n to bring to a point:— metaph., ἀπεκορύφου σφι τάδε gave them this short answer, Hdt.', 'key': 'a)pokorufo/w'}