Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
ἀποκράδιος
ἀποκραιπαλάω
ἀποκρανίζω
View word page
ἀπόκομμα
ἀπόκομμα ἀποκόπτω a splinter, chip, shred, Theocr., Luc.
ShortDef
a splinter, chip, shred
Debugging
Headword:
ἀπόκομμα
Headword (normalized):
ἀπόκομμα
Headword (normalized/stripped):
αποκομμα
IDX:
4136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4137
Key:
a)po/komma
Data
{'content': 'ἀπόκομμα\n ἀποκόπτω\n a splinter, chip, shred, Theocr., Luc.', 'key': 'a)po/komma'}